-
1 κλοιός
κλοιός, ὁ, bei Eust. u. a. Sp. mit dem heterogenen Plur. τὰ κλοιά, att. κλῳός, Ar. Vesp. 897 u. Eur. ( κλείω), Halsband für Hunde; ὥςπερ τοὺς δάκνοντας κύνας κλοιῷ δήσαντες Xen. Hell. 2, 4, 41; κυνοῦχος Philp. 8 (VI, 107); – Halseisen für Menschen, δεδεμένος καὶ τὼ χεῖρε καὶ τὸν τράχηλον ἐν κλοιῷ Xen. Hell. 3, 3, 11; Eupol. Ath. VI, 237 a; – vom Pferde κλοιῷ δειρὴν πεπεδημένος Archi. 24 (IX, 19); – übertr., Plut. de Her. mal. 2; – auch χρύσεος, als Schmuck, ein goldenes Halsband, Eur. Cycl. 183.
См. также в других словарях:
κλοιός — Μεταλλικό στεφάνι, κυκλικός δεσμός (κυρίως γύρω από τον λαιμό ή τα χέρια)· ειδικό στεφάνι, σιδερένιο ή ξύλινο, που το χρησιμοποιούσαν ως όργανο βασανιστηρίων ήδη από την αρχαιότητα. Η απλούστερη μορφή του ήταν μια επίπεδη σανίδα με τρεις τρύπες,… … Dictionary of Greek